του Βαβουράκη Δημήτρη
Το 2021 και κυρίως το δεύτερο μισό του έτους, δημιουργήθηκε μια άνευ προηγουμένου ενεργειακή κρίση, που έπληξε και συνεχίζει να πλήττει μέχρι και σήμερα την παγκόσμια και Ευρωπαϊκή οικονομία. Η κρίση αυτή εμφανίστηκε μετά το «ξεπάγωμα» της οικονομίας από τα μέτρα περιορισμού της πανδημίας Covid-19. Η εμπειρία από παρόμοιες ενεργειακές κρίσεις του παρελθόντος, δείχνει ότι μια ταχεία άνοδος και κλιμάκωση των τιμών της χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας, συνήθως ακολουθείται από μια, εξίσου ταχεία, αποκλιμάκωσή τους. Ωστόσο, σύμφωνα με έμπειρους αναλυτές, εκτιμάται ότι κάτι τέτοιο δε θα συμβεί με την παρούσα ενεργειακή κρίση. «Οι τιμές ήρθαν για να μείνουν», υποστηρίζουν. Για να μπορέσει κάποιος να αξιολογήσει και να εκτιμήσει με νηφαλιότητα εάν η άνοδος των τιμών θα είναι πρόσκαιρη ή διαρκείας, οφείλει να εξετάσει τους παράγοντες που οδήγησαν σε αυτήν.
Η απάντηση στον παραπάνω προβληματισμό δίνεται εξετάζοντας ένα «κοκτέιλ» διαφορετικών και ετεροσήμαντων παραγόντων. Από τη μία η πανδημία Covid-19 οδηγεί τα κράτη να λάβουν μέτρα περιορισμού της ανθρώπινης και οικονομικής δραστηριότητας το Μάρτιο του 2020, μειώνοντας απότομα τη ζήτηση σε πρώτες ύλες, όπως είναι το φυσικό αέριο. Η μείωση αυτή οδηγεί σε αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για αποσυμφόρηση των δεξαμενών αποθήκευσης του φυσικού αερίου, εκτιμώντας ότι η τιμή του θα συνεχίζει να κυμαίνεται σε χαμηλά επίπεδα. Η εκτίμηση, αυτή αποδεικνύεται λάθος, καθώς με την επανεκκίνηση των οικονομικών δραστηριοτήτων, παρατηρείται απότομη αύξηση της ζήτησης του φυσικού αερίου, η οποία σε συνδυασμό με την έλλειψη αποθεμάτων, τα γεωπολιτικά «παιχνίδια» της περιοχής και την απουσία σημαντικών εναλλακτικών εφοδιασμού, οδηγούν στη ραγδαία άνοδο της τιμής του, προκαλώντας ένα ντόμινο ανατιμήσεων, αρχικά στον τομέα της ενέργειας και στη συνέχεια σε δευτερογενείς τομείς. Επιπλέον, σημαντικός παράγοντας τόνωσης της ενεργειακής κρίσης, αποδεικνύεται το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών αερίων του Θερμοκηπίου. Οι δεσμεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απορρέοουν, αρχικά από το Πρωτόκολλο του Κιότο (1997), και κυρίως από τη Συμφωνία του Παρισιού (2015), έχουν οδηγήσει σε ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τις ανθρακούχες μονάδες παραγωγής ενέργειας, οι οποίες καταβάλλουν υψηλό κόστος για την απόκτηση των δικαιωμάτων εκπομπών τους, το οποίο αποτυπώνεται στη χονδρεμπορική τιμή του, παραγόμενου από αυτές, ρεύματος. H αδυναμία των υπάρχοντων σταθμών Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) να καλύψουν σημαντικό μέρος των ενεργειακών αναγκών, οδηγεί στην αξιοποίηση των παραπάνω ακριβών πηγών ενέργειας για την κάλυψή τους, εκτινάσσοντας περαιτέρω τη χονδρεμπορική τιμή ενέργειας.
Στόχος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών και της επιβολής φόρων στις ανθρακούχες πηγές παραγωγής είναι η επιτάχυνση των επενδύσεων σε σταθμούς παραγωγής ΑΠΕ. Στο μεταβατικό στάδιο, όμως, στο οποίο βρισκόμαστε φαίνεται να λειτουργεί ως παράγοντας ανατροφοδότησης της ενεργειακής κρίσης, γεγονός που προμηνύει μια μακρά περίοδο ενεργειακού πληθωρισμού.
Μπορεί το καρπούζι να βρίσκεται εκτός ΕΕ, το μαχαίρι βρίσκεται, όμως, στα χέρια των Ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων. Η μεταφορά πλούτου που θα παρατηρηθεί το προσεχές διάστημα από τον ιδιωτικό τομέα στο δημόσιο, μέσω της φορολογίας και των αδειών εκπομπών, δύναται να δημιουργήσει συνθήκες ιδιαίτερης δυναμικής, εφόσον ληφθούν στοχευμένες και καλά μελετημένες αποφάσεις. Κρίσεις σαν αυτήν που βιώνουμε αναδεικνύουν την ανάγκη επάρκειας του ενεργειακού εφοδιασμού εντός των «τειχών» της ΕΕ. Η βιώσιμη ανάπτυξη που υπόσχονται οι ΑΠΕ και οι σταθμοί αποθήκευσης ενέργειας, εξασφαλίζουν την παραπάνω επάρκεια και συνεπώς θα πρέπει τα όργανα της ΕΕ και τα κράτη-μέλη να προχωρήσουν σε αποφασιστικές επενδύσεις ενίσχυσής τους και αναβάθμισης των δικτύων.
*Ο Βαβουράκης Δημήτρης είναι project manager της Joule A.E.